κεινούς

κεινούς
κεινός
masc acc pl
κενός
empty
masc acc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • 'κείνους — ἐκείνους , ἐκεῖνος the person there masc acc pl ἐκείνους , κεινόω imperf ind act 2nd sg ἐκείνους , κενόω empty imperf ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κείνους — ἐκεῖνος the person there masc acc pl κεῖνος the person there masc acc pl κεινόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) κενόω empty imperf ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χάκιμ — Τρίτος Φατιμίδης ηγεμόνας της Αιγύπτου, που ανέβηκε στον θρόνο 11 ετών (996). Το πλήρες όνομά του ήταν X. μπι ιμρ ιλάχ Μανσούρ. Ο X., που η μητέρα του ήταν Ελληνίδα, ήταν διανοητικά ανάπηρος. Έτσι τουλάχιστον, μπορούν να ερμηνευτούν οι διαρκείς… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… …   Dictionary of Greek

  • κλειδαρότρυπα — η 1. η οπή τής κλειδαριάς στην οποία εισέρχεται το κλειδί 2. παροιμ. «είναι από κείνους που είδε ο θεός από την κλειδαρότρυπα» για τους πολύ πλούσιους ή χωρίς αξία επιφανείς 3. φρ. αστρον. «Νεφέλωμα Κλειδαρότρυπας» ιδιόμορφος ερυθρός αστέρας και… …   Dictionary of Greek

  • μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”